- ζωτικοκρατία
- η(φιλοσ.) εξελληνισμός τού ξενικού όρου βιταλισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vitalisme].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιταλισμός — ο (λ. λατ.), φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια ζωτική αρχή που καθορίζει τις οργανικές λειτουργίες και χαρακτηρίζεται και από την ψυχή και από το σώμα, ζωτικοκρατία, ζωισμός: Οι απόψεις του Δαρβίνου και η Φυσική αναίρεσαν το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)